- διάκλαση
- η (Α διάκλασις, -εως) [διακλώ]θρυμμάτιση, το σπάσιμο ενός πράγματος σε πολλά κομμάτια, σε θρύψαλανεοελλ.1. θρύψαλο, σπασμένο κομμάτι2. παλαιά χειρουργική μέθοδος ακρωτηριασμού, κατά την οποία έσπαζαν το οστό τού εγχειριζόμενου μέλους3. ρήγμα στη μάζα ενός πετρώματος χωρίς να έχει επέλθει σχετική μετατόπισηαρχ.1. διάθλαση2. (για τη φωνή) αδυναμία, ασθένεια.
Dictionary of Greek. 2013.